φτερουγίζω

φτερουγίζω
Ν
1. κουνώ τα φτερά μου για να πετάξω, πτερυγίζω
2. (κατ' επέκτ.) πετώ
3. φρ. «φτερουγίζει η καρδιά μου» — νιώθω μεγάλη συγκίνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πτερυγίζω με ανομοιωτική τροπή τού κλειστού -π- σε διαρκές -φ-και τροπή τού -υ- σε -ου- (βλ. και λ. φτερούγα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φτερουγίζω — φτερουγίζω, φτερούγισα βλ. πίν. 33 και πρβλ. φτερουγάω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φτερουγίζω — φτερούγισα, και φτερουγώ φτερούγησα 1. αμτβ. (για νεοσσούς), κουνώ, χτυπώ τα φτερά για να πετάξω. 2. πετώ σε μικρά διαστήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φτερουγώ — άω, Ν φτερουγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού φτερουγίζω, κατά τα νεοασυναίρετα] …   Dictionary of Greek

  • φτερούγισμα — το, Ν [φτερουγίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φτερουγίζω …   Dictionary of Greek

  • αναπεταρίζω — 1. προσπαθώ να πετάξω ανοιγοκλείνοντας τις φτερούγες, φτερουγίζω 2. (για τα μάτια) κάνω νευρικές συσπάσεις, «πετάω» 3. (για την καρδιά) χτυπάω γρήγορα 4. (για πρόσωπα) ναρκισσεύομαι, κοκορεύομαι, κάνω νάζια …   Dictionary of Greek

  • αναρριπίζω — (AM ἀναρριπίζω) νεοελλ. ερεθίζω πάλι, ξαναδυναμώνω, αναζωογονώ μσν. διασκορπίζω στον αέρα αρχ. 1. κάνω αέρα με κάτι 2. κάνω αέρα σε φωτιά, ξανανάβω 3. (για πτηνά) φτερουγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + ριπίζω «πνέω, φυσώ, εξακοντίζω, ανάβω». ΠΑΡ.… …   Dictionary of Greek

  • διαψαίρω — (Α) 1. παρασύρω με την πνοή, διασκορπίζω 2. (για πουλιά) σκαλίζω 3. (αμτβ.) φτερουγίζω στον άνεμο 4. καθαρίζω («γλώσση διαψαίρουσα μυκτήρων πόρους», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • επιπτερύσσομαι — ἐπιπτερύσσομαι (Μ) [πτερύσσομαι] φτερουγίζω, πετώ …   Dictionary of Greek

  • πέτομαι — και πέταμαι, ΝΜΑ (για πτηνά, έντομα, τον νου και τη σκέψη) πετώ νεοελλ. επαίρομαι, κομπάζω, καυχιέμαι (τη δύναμή του επέτετο πολλά τον καυκησάρης», Ερωτόκρ.) αρχ. μσν. φτερουγίζω, γυρίζω άσκοπα εδώ κι εκεί αρχ. 1. (για τη φήμη) διαδίδομαι γρήγορα …   Dictionary of Greek

  • πεταρίζω — 1. φτερουγίζω, πετώ χωρίς απόλυτη σταθερότητα 2. (για βρέφη) αρχίζω να βαδίζω 3. φρ. «πεταρίζει η καρδιά μου» σκιρτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πετώ, κατά το λαχταρίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”